- διακαίει
- διακαίωburn throughpres ind mp 2nd sgδιακαίωburn throughpres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διακαυστικός — ή, ό 1. ο ικανός να διακαίει 2. αυτός που είναι πολύ καυστικός 3. ο κατάλληλος για καυτηρίαση, αυτός που μπορεί να χρησιμοποιηθεί για καυτηρίαση … Dictionary of Greek